διάγουσα

διάγουσα
διάγω
carry over
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαγούσας — διαγούσᾱς , διάγω carry over pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διαγούσᾱς , διάγω carry over pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”